Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

τα αβγά ομελέτα

См. также в других словарях:

  • ομελέτα — η έδεσμα που παρασκευάζεται από χτυπητά αβγά τηγανισμένα με λάδι ή βούτυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. omelette < αρχ. γαλλ. omelette, άλλη μορφή του alumelle «μικρή λάμα» < αρχ. γαλλ. lemelle < λατ. lamella «μικρό μεταλλικό πιάτο»] …   Dictionary of Greek

  • ομελέτα — η (λ. γαλλ.), φαγητό με χτυπητά αβγά τηγανισμένα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»